- αχάλκωτος
- -η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [χαλκώ (-όω)]αυτός που δεν έχει επιχαλκωθείαρχ.ο χωρίς χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχάλκωτον — ἀχάλκωτος not brazened masc/fem acc sg ἀχάλκωτος not brazened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)